μισοτιμής

μισοτιμής
επίρρ.
1. στη μισή τιμή
2. συνεκδ. πολύ φτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη γεν. εν. ενός αμάρτυρου ουσ. *μισοτιμή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μισοτιμής — επίρρ., σε μισή τιμή, πολύ φτηνά: Πήραμε ένα αυτοκίνητο μισοτιμής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκαινουργής — επίρρ. από την αρχή, εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + καινούργιος + επίρρ. κατάλ. ής (πρβλ. καταγής, μισοτιμής κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”